ἀλατζᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλατζᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλατζᾶς ἐπίθ. σύνηθ. ἀλατζιˬᾶς Ἤπ. (Δρόβιαν.) Θεσσ. Ἴμβρ. Μακεδ. ἀλαντζᾶς Κερκ. Μακεδ. Πελοπν. (Αἴγ.) ἀλατᾶς Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀουατζᾶς Νάξ. (Κορων.) ἀλατὰ ἡ, Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀλατιˬὰ Κύπρ. Θηλ. ἀλατάβα Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. alaca.

Σημασιολογία

1)Ποικιλόχρους, στικτὸς Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.) Προπ. (Πάνορμ.) Σάμ. κ.ἀ.: Ἀλατάβα κοσσάρα (ὄρνις) Κοτύωρ. Πρόβατον ἀλατᾶν Χαλδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλατζαδένιˬος 2. 2)Οὐσ., ὕφασμα ἐξ οἱασδήποτε ὕλης μετὰ ποικίλων χρωματιστῶν ραβδώσεων ἢ τετραγωνιδίων σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.): Φρ. Τί ἀλατζᾶ, τί φερετζέ! (ἐπὶ πραγμάτων ὁμοίων καὶ ἀδιαφόρων πρὸς ἡμᾶς) Πελοπν. (Λακων.) || ᾎσμ. Τρέχα, σαΐττα μου χρυσῆ, νὰ σώσῃ ὁ ἀλατζᾶς, ὁποῦ ’ναι τσῆ ἀγάπης μου, καμάρι Βενετιˬᾶς Ζάκ. Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλατάβα ὄν. ἀγελάδος πολυχρώμου Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) β)Ἔνδυμα κατασκευαζόμενον ἐκ ποικιλόχρου ὑφάσματος Ἤπ. (Δρόβιαν.): ᾎσμ. Γιˬὰ πές μου ποι͜ὸς τὸν ἔκοψε στενὸ τὸν ἀλατζᾶ σου καὶ δὲ χωράει τὸ χέρι μου νὰ πιˬάσω τὰ βυζιˬά σου; γ)Ἀσθένεια τοῦ φυτοῦ νικοτιανὴ ἐκδηλουμένη εἰς λευκὰ στίγματα τῶν φύλλων Μακεδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/