ἀρὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Μόριο

Τυπολογία

ἀρὶ μόρ. Θήρ. Σῦρ.

Ετυμολογία

Πιθανῶς ἐκ τοῦ οὐσ. ἄρα (ΙΙ).

Σημασιολογία

Ἀπαντᾷ μόνον εἰς τὴν φρ. ἀρὶ μαυρὶ δηλοῦσαν πλήρη ἀδιαφορίαν δι᾽ ὅ,τι μέλλει νὰ συμβῇ: ᾿Εγὼ θὰ τόνε δείρω κιˬ ἀρὶ μαυρὶ Σῦρ. ᾿Εγὼ θὰ φύγω κιˬ ἀρὶ μαυρὶ αὐτόθ. (Τὸ μαυρὶ ἐκ τοῦ μαῦρος-μαύρα ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ ἀρί, δι᾽ ὃ πβ. τὴν φρ. αὔρα-μαύρα ἐν λ. ἄρα (ΙΙ)).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/