ἁλατίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλατίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἁλατίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) ἁλατίζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἁλατίτζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἁλατίζου βόρ. ἰδιώμ. ἁλατσίζω Θήρ. Κρήτ. κ.ἀ. ἁλασίζω Ἄνδρ. ἁλοτίζω Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ. κ.ἀ.) ’λατίζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κύθν. Σέριφ. ’λατίζ-ζου Σύμ. Χίος (Βολισσ.) κ.ἀ. ἁκίζου Τσακων. Μετοχ. ἁλατημένος Σῦρ. (Ἑρμούπ.) ἁλατημένο Καλαβρ. (Μπόβ.) ἁλατ’μένους Θρᾴκ. (Σουφλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἁλάτι. Ἡ μετοχ. ἁλατημένος κατ’ ἐπίδρασιν τῆς μετοχ. τῶν περισπωμένων ρημάτων, διότι πολλάκις παρὰ τὰ εἰς -ίζω ἔχομεν καὶ τύπ. εἰς -ῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ.

Σημασιολογία

Α)Ἐνεργ. 1)Ἀρτύω δι’ ἅλατος κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν. Ὄφ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἁλατίζω τὴ σούππα-τὸ φαγεῖ κτλ. Ἁλατισμένο φαγεῖ κοιν. Οὐτ’ ἁλατίκεται μ’ ἐλίγο ἅλας ἡ μαερεία (τὸ φαγητὸν) Ὄφ. || Φρ. Ἁλατίστηκα κ’ ἐγὼ (ἔτυχον ὀλίγης παιδείας) Πελοπν. (Λάκων.) Ἁλατίσκ’ ἀποὺ γράμματα (ἔχει ἀποκτήσει μετρίαν μόρφωσιν) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἁλατισμένους ἀποὺ γραμματάκιˬα (ὀλίγον μορφωμένος) αὐτόθ. Εἶναι κάμποσον ἁλατισμένος (ἔχει γνώσεις τινὰς) Χίος Εἶναι ἁλατισμένος ἀπ’ ὅλα (ἔχει πολλὰς γνώσεις) Ζάκ. || Παροιμ. Ὅλ’ ψουμὶ ἁλατημένου τρών (μὴ νομίζῃς ὅτι μόνον σύ ἐννοεῖς, ὅπως σύ, οὕτω καὶ οἱ ἄλλοι ἐννοοῦν. Πρὸς τὸν ὑποτιμῶντα τὴν ἀντίληψιν τῶν ἄλλων) Σουφλ. β)Ἐπιπάσσω ἅλας ἐπί τινος ὕλης ἐπιδεκτικῆς σήψεως πρὸς διατήρησιν, συνήθως ἐπὶ τροφῶν κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. κ.ἀ.): Ἁλατίζω τὸ τυρὶ-τὸ ψάρι κττ. Δέρμα ἁλατισμένο κοιν. || Φρ. Ἁλατίζω ’ς τὸ ξύλο τὸν δεῖνα καὶ ἁπλῶς ἁλατίζω (δέρνω τινὰ ἀνηλεῶς, ἤτοι μέχρι θανάτου, ὥστε νὰ ἔχῃ πλέον ἀνάγκην ἅλατος τὸ σῶμά του διὰ νὰ μὴ πάθῃ σῆψιν. Συνών. φρ. τὸν κάνω τ’ ἁλατιˬοῦ) πολλαχ. Κάτσε καλά, θὰ σ’ τ’ς ἁλατίσου! (θὰ σοῦ τοὶς ἁλατίσω. Ἡ ἄνευ γραμματικῆς ἀνάγκης προσθήκη τοῦ ἄρθρ. εἰς τὴν φρ. ἔγινε κατ’ ἐπίδρασιν τῆς συνων. φρ. θὰ σοῦ τοὶς βρέξω!) Αἰτωλ. Νὰ σ’ ἁλατίσω νὰ μὴ βρομήσῃς! (πρὸς τὸν ἐν ἔργῳ ἢ λόγῳ ἀνοηταίνοντα) πολλαχ. Ξῦνε κιˬ ἁλάτιζε (ἐπὶ ἀνιάτου τραύματος καὶ γενικῶς ἐπὶ πάσης ματαιοπονίας) Πελοπν. (Μάν.) γ)Παρέχω ἅλας ὡς τροφὴν εἰς τὰ κατοικίδια θηλαστικὰ ζῷα Πελοπν. Πόντ. (Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἁλατίζω τὸ ζῷ Ὄφ. Ἁλοτίζω τ’ αἰίδ-τὰ πρόβατα Κοτύωρ. Χαλδ. || Παροιμ. Ἁλοτίζ’ κυλλία (ἁλατίζει σκύλλους, εἰρωνικ., διότι ὁ σκύλλος δὲν τρώγει ἅλας. Ἐπὶ τοῦ ἀέργου) Χαλδ. 2)Μεταφ. σῴζω τινὰ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ): Τὸν ’λάτισε ὁ bαbᾶς του. Τὸν ’λάτ’σανα τῆς γυναίκας του τὰ χρήματα. Β)Μέσ. 1)Τρώγω ἅλας, ἐπὶ ζῴων Πελοπν.: Τὰ πρόβατα ἁλατίζονται. Πβ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημ. τὸ ἀρχ. ἁλίζω Ἀριστοτ. Ζῴων ἱστορ. 8,10,1 «πρός τε τοὺς τόκους ἁλιζόμεναι μείζω τὰ οὔθατα καθιᾶσιν». 2)Μεταφ. ἐξοικονομῶ τὰ κατ’ ἐμὲ Θεσσ. (Ἁλμυρ.) κ.ἀ.: Δὲ μᾶς χρειάζονται πολλά, πέντε χιλιάδες δραμὲς νὰ εἴχαμε, ἁλατιζούμαστε Ἁλμυρ. Πβ. ἁλατώνω, ἁλίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/