ἁλατιστὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλατιστὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁλατιστὸς ἐπίθ. πολλαχ. ἁλατσιστὸς Κρήτ. ’λατιστὸς Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἁλατίζω.

Σημασιολογία

Ἁλατισμένος, ἁλίπαστος ἔνθ’ ἀν.: Ἐλαι͜ὲς ἁλατσιστὲς Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/