ἁλατολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁλατολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἁλατολόγος ὁ, Ἤπ. Πελοπν. (Ἀράχ. Κορινθ. Σαραντάπ.) κ.ἀ.-ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,360 ἁλατουλόους Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἁλατσολόγος Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἁλάτι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -λόγος, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 247 κἑξ.
Σημασιολογία
Δοχεῖον ἅλατος ἔνθ’ ἀν.: Οὑ ἁλατουλόους κριμνε͜ιέτι ἀπ’ ’πάν’ ἀπ’ τ’ γουνιˬὰ γιˬὰ νὰ στιγνών’ τ’ ἁλάτ’ Αἰτωλ. || Ποίημ. Καὶ μιˬὰ κρεμάθα μὲ πυτιˬὲς σιμὰ ’ς τὸν καπνοδόχο κιˬ ὁ λυχνοστάτης ’ς τὴ γωνιˬὰ κ’ ἕνας ἁλατολόγος ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA