ἁλατότοπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁλατότοπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἁλατότοπος ὁ, ἀμάρτ. ἁλατσότοπος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἁλάτι καὶ τόπος.

Σημασιολογία

1)Κοιλότης εἰς παράλιον βράχον, εἰς τὴν ὁποίαν εἰσρέει τὸ θαλάσσιον ὕδωρ καὶ ἐξατμιζόμενον ἀφίνει ἅλας. Συνών. ἁλατόγουρνα, ἁλυκή. 2)Μέρος ὅπου τίθεται τὸ ἅλας, βαρέλλιον ἢ πίθος: Δυˬὸ τρεῖς ἁλατσότοποί ’χαμεν ἀλλότες, μὰ μήτε ξέρω εἶdα ’ίνησα (ἔγιναν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/