ἀλάτρευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλάτρευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλάτρευτος ἐπίθ. πολλαχ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀλάτρευτος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ τυγχάνων ἢ μὴ τυχὼν περιποιήσεως, ἐπὶ ἐμψύχων καὶ ἀψύχων πολλαχ.: Ἀλάτρευτο παιδὶ-σπίτι κττ. 2)Ὁ μήπω τεθεὶς εἰς χρῆσιν, ἀμεταχείριστος, καινουργὴς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)-Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ.: Ἀλάτρευτο φλετζανάκι Ἀπύρανθ. Ἀλάτρευτο τσουκάλι Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Συνών. ἄγγιχτος 2, ἀγκαίνιˬαστος 2, ἀφόρετος, καινούργιˬος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA