ἀλάφι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλάφι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀλάφι τό, (Ι) Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Σινώπ.) ἀλάφ’ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. alau καὶ διαλεκτικῶς alaf.

Σημασιολογία

Φλὸξ ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἀλάφ’ πιάν’ ἀπάν’-ι-μ’ (φλὸξ ἀνάπτει ἐπάνω μου, ἤτοι ἔχω μεγάλην θέρμην) Χαλδ. Τρανὸν ἀλάφ’ ἔ’ ἄρρωστον (μεγάλην φλόγα ἔχει ὁ ἀρρωστος, πυρέσσει πολὺ) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/