ἀλαφροζυγιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλαφροζυγιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλαφροζυγιˬάζω Κρήτ. Πελοπν. (Κορινθ. κ.ἀ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. ἀλαφρουζ’γιˬάζου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀλαφροζυάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀλαφροζ-ζυάζ-ζω Σύμ. ἀλαφροζ-ζυάτζω Σύμ. ’λαφροζυγιˬάζω Ἀστυπ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ ρ. ζυγιˬάζω.

Σημασιολογία

1)Ζυγίζω ἐλαφρῶς, ἐπὶ πλάστιγγος, ἡ ὁποία δεικνύει βάρος κατώτερον τοῦ πραγματικοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Κορινθ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σύμ. κ.ἀ.: Αὐτὸ τοὺ στατέρ’ ἀλαφρουζ’γιˬάζ’ Αἰτωλ. 2)Εἶμαι ἐλαφρὸς τὸν νοῦν, εἶμαι μωρὸς Ἀστυπ. Κρήτ. Πελοπν. Σύμ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.: Ἡ γρα͜ιὰ ’λαφροζύγιˬαζε κομματάκι Ἀστυπ. Συνών. φρ. σέρνω ἀπὸ τὲς ἐλαφρὲς τοῦ κανταριˬοῦ, ζυγιˬάζω ἀπὸ τοὶς ἐλαφρε͜ιές. Πβ. ἀλαφροζυγίζω, ἀλαφροκαμπανίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/