ἀλαφροζυγίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλαφροζυγίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀλαφροζυγίζω Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ ρ. ζυγίζω.

Σημασιολογία

Εἶμαι ἐλαφρόνους, μωρός. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλαφροφέρνω 2. Πβ. ἀλαφροζυγιˬάζω, ἀλαφροκαμπανίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/