ἀλαφροήσκιˬωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαφροήσκιˬωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλαφροήσκιˬωτος ἐπίθ. ἐλαφροήσκιˬωτος Ἀθῆν. Ζάκ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ. Κυνουρ.) ἀλαφροήσκιˬωτος Ἀθῆν. Ζάκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.)-ΔΣολωμ. 269 ἀλαφρόσκιˬωτος Ἐλευσ. Πόρ. ἀλαφροήουτος Εὔβ. (Κονίστρ.) ἀλαφρουήσκιˬουτους Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ’λαφροήσκιˬωτος Θρᾴκ. (Σηλυβρ) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ *ἡσκιˬωτὸς<ἡσκιˬώνω.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἔχων σκιὰν ἐλαφρόν, ὥστε οἱ ὑπ’ αὐτὴν κοιμώμενοι νὰ κοιμῶνται ἐλαφρῶς, νὰ ἐξυπνοῦν εὐκόλως καὶ νὰ μὴ καταλαμβάνωνται ὑπὸ κεφαλαλγίας, ἐπὶ δένδρου Πελοπν. (Αἴγ. Ἀρκαδ.) κ.ἀ.: Ἐλαφροήσκιˬωτο δέντρο Αἴγ. Συνών. ἀλαφρόησκιˬος 1. 2)Ὁ μὴ βαθέως κοιμώμενος καὶ δυνάμενος εὐκόλως νὰ ἐξυπνήσῃ Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 3)Ὁ ἔχων καλὸν ἤσκιον ἢ τύχην, ὁ μὴ ἐπιβλαβῶς τοὺς ἄλλους ἐπηρεάζων, εὐπρόσδεκτος Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) κ.ἀ. Συνών. καλορρίζικος. β)Ἑλκυστικός, γλυκύς, εὐχάριστος Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) 4)Ὁ βλέπων τὰ εἰς τοὺς ἄλλους ἀφανῆ φαντάσματα, δαιμόνια, ἐξωτικά, στοιχειὰ κττ. Ἀθῆν. Ἐλευσ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Ζάκ. Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ. Κυνουρ. κ.ἀ.) Πόρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.-ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν.: Οἱ ἀλαφρουήσκιˬουτ’ γλέπ’νι τὰ ’ξουτ’κὰ Αἰτωλ. Ὅπο͜ιος εἶναι ἀλαφροήσκιˬωτος τοὶς βλέπει τοὶς νεράιδες, ἀλλεˬῶς τὸν κρούνε χωρὶς νὰ βλέπῃ τίποτας (ἐκ παραδ.) Καλάβρυτ. Μερικοὶ ἀλαφρόσκιˬωτοι βλέπουν καὶ μιˬὰ γυναῖκα κάτασπρα ντυμένη (ἐκ παραδ.) Πόρ. || Ποίημ. Ἀλαφροήσκιˬωτε καλέ, γιˬὰ πὲς ἀπόψε τ’ εἶδες; -Νύχτα γιˬομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγιˬα ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλαφροαίματος. 5)Ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος ὑπὸ φαντασμάτων Εὔβ. (Κονίστρ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Συνών. ἀλαφρόησκιˬος 3, ἀλαφροφάνταχτος 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA