ἀλαφροκαμώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαφροκαμώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
*ἀλαφροκαμώνω, ἀλαφρουκαμώνουμι Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ ρ. καμώνω.
Σημασιολογία
Εἶμαι εὔκολος πρὸς κατεργασίαν: Τοὺ χουράφ’ γιˬὰ νὰ καμώνιτι καλὰ δὲν πρέπ’ νά ’νι βαρύ, νά ’’ πουλὺ νιρὸ μέσα, πρέπ’ ν’ ἀλιβρώ’ κὶ τότι ἀλαφρουκαμώνιτι (πρέπει τὸ χῶμά του νὰ γίνεται ὡς ἄλευρον καὶ τότε καλλιεργεῖται εὐκόλως).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA