ἀλαφροκόκκαλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλαφροκόκκαλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀλαφροκόκκαλος ἐπίθ. πολλαχ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀλαφρὸς καὶ τοῦ οὐσ. κόκκαλο.

Σημασιολογία

Εὐκίνητος, ἀκάματος, ἀκούραστος πολλαχ.: Ἀλαφροκόκκαλη γυναῖκα Πελοπν. (Τρίκκ.) Συνών. ἀβάρετος 1, ἀλαφρόκολος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/