ἀστερέωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστερέωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστερέωτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀστερίωτος Πόντ. ἀστερέγιˬωτος Πόντ. ἀστέρεˬωτος Καρ. (Μύλασσ.) Νάξ. (Δαμαρ) Πελοπν. (Μάν.) Προπ. (Κύζ.) - Λεξ. Ἐλευθερουδ. ἀστέρεˬουτους Μακεδ. Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *στερεωτὸς < στερεώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ στερεωθείς, ὁ μὴ ἔμπεδος, ὁ κλονιζόμενος σύνηθ.: Ἀστερέωτο μπαλκόνι - πάτωμα. β) Ἐπὶ κόρης, ἡ μὴ ἐξασφαλίσασα τὸ μέλλον της διὰ τῆς ὑπανδρείας Πόντ. (Τραπ.): Τὸ κορίτζι μ᾿ ἀκόμαν ἀστερέωτον ἔν᾿. γ) Ὁ μὴ μόνιμος ἀλλ’ εὐκόλως διαλυόμενος πολλαχ.: Ἀστερέωτος γάμος. δ) Ἐκεῖνος ὅστις δὲν ἐστερεώθη ἐν τῇ ζωῇ, ὁ ἀποθανὼν εἰς νεαρὰν ἡλικίαν, ἢ ἐκεῖνος ὅστις εἶδε νὰ ἀποθάνῃ νέος Θήρ. Καρ. (Μύλασσ.) Νάξ. (Δαμαρ.) Πελοπν. (Λακων.): Ἡ ἀστέρεˬωτη ἀδερφή μου Δαμαρ. Ἄ, ποῦ νά ’ν’ ἀστέριˬωτη! Μύλασσ. Ἀστέρεˬωτος νά ᾽σαι! (ἀρὰ) Θήρ. Ἔ, τὸν ἀστέρεˬωτο αὐτόθ. Ὤ, τον ἀστέρεˬωτο, ποῦ νὰ μὴ στερεˬώση! Λακων. Νὰ φιλήσω τὸ λειψανάκι σου, ἄχαρε κιˬ ἀστέρεˬωτε! Μύλασσ. 2) Ἀκατάστατος, ἄτακτος Πόντ. β) Ἀνήσυχος, ἐπὶ νηπίου ἤ ἀσθενοῦς Πόντ. 3) Οὐσ.͵ ὁ μὴ επιτρέπων τὴν στερέωσιν Θήρ.: Ποῦ νά ᾽χῃς τὸν ἀστέρεˬωτο! Ἀντίθ. στερεός, στερεωμένος (ἰδ. στερεώνω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/