ἁσαράντιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁσαράντιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁσαράντιστος ἐπίθ. κοιν. ἀσαραdιστος πολλαχ. ἀσαράντ’στους βόρ. ἰδιώμ. ἀσαράντιγος πολλαχ. ἀσαράdίγος Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ. ἀσαράντ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀσαράντι᾿ους Εὔβ. (Στρόπον.) ἀσαράdητος Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σαραντιστὸς < σαραντίζω, παρ’ ὃ καὶ σαραντῶ.
Σημασιολογία
1) Ἀσαράντιˬαστος 1, ὃ ἰδ., κοιν.: Ἀσαράντιστη γυναῖκα κοιν. Τὴν ἀσαράντιγη γίδα τὴν ταΐζουν φακῆ γιˬὰ θηλυκὰ (Λαογρ. 7,352). β) Ἄσαραντάριστος 2, ὃ ἰδ., σὐνηθ.: Ἀσαράντιστο παιδὶ σύνηθ. || Γνωμ. Ἀσαράντιγο παιδὶ σὰν ἀλεύκαντο παννὶ Εὔβ. (Κονίστρ.) Ἀλεύκαdο παννὶ κιˬ ἀσαράdιγο παιδὶ μάτι νὰ μὴ τὸ ἰδῇ Πελοπν. (Λακων.) 2) Ὁ μὴ συμπληρώσας εἰσέτι τεσσαράκοντα, ἡμέρας ἀπὸ τοῦ θανάτου του πολλαχ. Ὁ μακαρίτης εἴναι ἃσαράντιστος. Συνών. ἀσαράντωτος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA