ἀρχινεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρχινεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀρχινεύω Ἄνδρ. Α.Ρουμελ. (Σωζόπ. Φιλιππούπ.) Μακεδ. (Καστορ.) Τῆν. κ.ἀ. ἀρχινεύγω Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἀρκινεύω Κάρπ. ἀρκινεύκω Κυπρ. ἀρνιεύω Πόντ. ἀρναεύω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ.) ἀρνακεύω Πόντ. (Οἰν.) ἀρχινεύου Θρᾷκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Κομοτ.) ἀρ᾿νεύου Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ συμφύρ. τῶν ρ. ἀρχινῶ καὶ ἀρχεύω. Ὁ τύπ. ἀρνιεύω κατὰ μετάθ. ἐκ τοῦ ἀρχινεύω, ὁ δὲ ἀρναεύω κατ᾿ ἀφομ. ἐκ τοῦ ἀρνιεύω. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ΜΝΕ 1,293 καὶ AHeisenberg ἐν Βγιαπτ. Byzant. Zeitschr 20,153.
Σημασιολογία
Κάμνω ἀρχήν, ἀρχίζω ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀρχίνεψα νὰ ψαρουκυνηγῶ Καστορ. Ἀρχινέψαμ᾿ νὰ τρέχουμ᾿ Σαρεκκλ. Ἀρχίνιψαν νὰ σκάβ᾿νι τ᾿ ἀμπέλιˬα οὑ κόσμους Αἰτωλ. Ἐρνάεψα τ᾿ ὁσπίτιν (ἤρχισα νὰ οἰκοδομῶ τὴν οἰκίαν) Κερασ. Ἀρνάσεψον τ᾿ ὀρτάριν (ἄρχισε νὰ πλέκῃς τὴν περικνημῖδα) αὐτόθ. || ᾌσμ. Ἀρχίνιψαν κὶ πάλευαν τρεῖς μέρις καὶ τρεῖς νύχτις Κομοτ. Κιˬ ὁ Ἔλυμπος ἐρκίνεψε Καλόλιμνο νὰ βρίσῃ, μὲ καταφρόνεσες πολλὲς νὰ τὸν ἀποτιμήσῃ Καρπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρχάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA