ἀραευτὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραευτὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀραευτὴς ὁ, Πόντ. (Ἴμερ. Κρώμν. Σάντ. Σταυρ. κ.ἀ.).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀραεύω.

Σημασιολογία

Ζητητής, ἐρευνητὴς ἔνθ’ ἀν. ᾎσμ. Ἀλλοὶ ἐμὲν τὸν ὀρφανόν, καν’νὰν ᾽ς σὸν κόσμον ’κ’ ἔχω, ἂν ἀποθάνω ᾽ς σὰ μακρά, ἀραευτήν πα ’κ᾿ ἔχω (πα = οὐδὲ) Ἴμερ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/