ἀρᾳθυμιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρᾳθυμιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀρᾳθυμιˬὰ ἡ, ρᾳθυμιˬὰ Κύπρ. κ.ἀ. ροθυμία Πόντ. (Οἰν. Σινώπ. κ.ἀ.) ἀρᾳθυμία Ζάκ. ἀρᾳθυμιˬὰ σύνηθ. ἀροθυμία Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) ἀρᾳθύμιˬα Κεφαλλ. Κῶς Πελοπν. (Μάν.) Ροδ. ἀροθύμιˬα Σύμ. ἀρᾳθυμνιˬὰ Μακεδ. (Βελβ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ρᾳθυμία. Περὶ τοῦ προθετικοῦ α ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 225 κἑξ., περὶ δὲ τοῦ ο ἐν τῷ τύπ. ροθυμία ἰδ. ἀρᾳθυμῶ. Περὶ τῆς ἀναπτύξεως τοῦ ν ἐν τῷ ἀρᾳθυμνιˬὰ ἰδ. ἈνθΠαπαδοπ. Γραμμ. βορ. ἰδιωμ. 38. Περὶ τοῦ ἀναβιβασμοῦ τοῦ τόνου ἐν τῷ ἀρᾳθύμιˬα ἰδ. ΓΧατζιδ. Ἀκαδ. Ἀναγν. 3,164.

Σημασιολογία

1) Ρᾳθυμία, ἀμέλεια, ὀκνηρία Ἴμβρ. Κρήτ. Σύμ. 2) Τάσις πρὸς λιποθυμίαν ἤ λιποθυμία Θήρ. Μῆλ. κ.ἀ.: Ἀρᾳθυμιˬὰ μοῦ χτύπησε ἀπὸ τὴν πολλὴ κάψι Θήρ. Ἀρᾳθυμιˬὰ μοῦ ’ρθε ὡς ἔννο͜ιωσα τὴ μυρωδιˬὰ τοῦ βότυρα αὐτόθ. Ὅπο͜ιος ἤθελε τὴνε δῇ τοῦ ᾿δωνε ἀρᾳθυμιˬὰ κ᾽ ἤπεφτε κάτω ἀπὸ τὴν ὀμορφιˬά τζη (ἐκ παραμυθ.) αὐτοθ. || ᾎσμ. Σὰ gλέφτη τὸν ἐπιˬάσασι καὶ σὰ φονεˬὰ τὸ bάσι καὶ ’ς τοῦ Πιλάτου τσοὶ αὐλὲς ἐκεῖ τὸν τυραννοῦνε, ἡ Παναγιˬὰ σὰ d’ ἄκουσε, ἀρᾳθυμιˬὰ τὴ bιˬάνει, ἀρᾳθυμιˬά, λιγοψυχιˬά, ’πάνω ᾿ς τὴ μιˬὰ τὴν ἄλλη (ἐκ τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ) Μῆλ. 3) Τὸ νὰ εἶναί τις εὐερέθιστος καὶ ταχὺς εἰς ὀργήν, ἡ ὀξυθυμία, εἶτα δὲ ἀγανάκτησις, ὀργὴ σύνηθ.: Ἡ ἀρᾳθυμιˬά του δὲ λέγεται! Ἔχει τωρᾳδὰ μιˬὰν ἀρᾳθυμιˬά ὁ δεῖνα πολλαχ. || Φρ. Ἡ ἀρᾳθυμιˬά dου, φρῖξον ἥλιε! (εἶναι τόσον σφοδρὰ ἡ ἔκρηξις τῆς ὀργῆς του, ὥστε φρίττει καὶ ὁ ἥλιος) Θήρ. 4) Σφοδρὰ ἐπιθυμία, πόθος ἐδωδίμου τινὸς ἢ ἀπόντος προσώπου Εὔβ. (Κάρυστ. Κύμ.) Θήρ. Μακεδ. Νάξ. Νίσυρ. Πελοπν. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Σινώπ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σίφν. Σῦρ. κ.ἀ. - Λεξ. Περίδ: Ἀποβάλτη ἀπὸ ἀρᾳθυμιˬά, κἄτι ζήτησε καὶ δὲν τῆς τὸ δώσανε (ὑπέστη ἀποβολὴν ἑξ ἐπιθυμίας ἐδωδίμου τινὸς) Κάρυστ. Ἀπόρριξε ἡ ᾽γελάδα ἀπὸ ἀρᾳθυμιˬὰ (ἀπέβαλε κτλ.) αὐτόθ. Σύρω τὴν ἀροθυμίαν τῆ παιδί᾽ μ᾽ (ὑποφέρω ἐκ πόθου τοῦ ἀπόντος παιδιοῦ μου) Χαλδ. ’Κ’ ἐπορῶ νὰ σύρω τὴν ἀροθυμίαν ἀτ’ (δὲν ἠμπορῶ νὰ ὑποφέρω τὴν ἀπουσίαν του, ἤτοι τὸν ἐκ τῆς ἀπουσίας του γεννώμενον πόθον) αὐτόθ. || Φρ. Ἀρᾳθύμιˬα σ’ ἔχω (σὲ ἐπεθύμησα βλέπεις! Εἰρων. πρὸς πρόσωπον ἀνεπιθύμητον) Πελοπν. (Μάν.) || ᾌσμ. Ὅταν σ᾽ ἐγέννα ἡ μάννα σου, χρυσῆ ’ταν ἡ κοιλιά της, μαργαριτάρι ἔτρωγε ἀπ᾿ τὴν ἀρᾳθυμιˬά της Πελοπν. Μάννα μ᾿, ἂν σοῦ ᾿ρτῃ ἀρᾳθυμιˬὰ κάτω ᾽ς τὸν μαῦρον ᾍδη, ᾽ς τὸν Ἅι - Νικόλα τὸν Πλατὺ ἔβγα νὰ σολατσάρῃς (μοιρολ.) Νίσυρ. Κι ἀνάθεμα καί τά μακρ, ὃθεν ’κί πάει λαλιά, τ’ ὀμμάτ μ’ ἐσκοτείνεψαν ἀσ’ σὴν ἀροθυμίαν Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/