ἀραδώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραδώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀραδώνω Κρήτ. - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. Ἀράδα.
Σημασιολογία
1) Σύρω εὐθείας γραμμὰς εἴς τινα ἐπιφάνειαν, Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.: Ἀράδωσέ μου τὸ τετράδιˬο Λεξ. Δημητρ. Συνών. ριγώνω, χαρακώνω. 2) Ἐπακολουθῶ κατὰ σειρὰν Κρήτ.: Ἀραδώνουν τὰ κακὰ (ἔρχονται τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA