ἀραδωτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραδωτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀραδωτὸς ἐπίθ. Πολλαχ. Ἀραδουτὸς Ἤπ. Στερελλ. (Ἀκαρν. Ἀράχ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀράδα σιὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ωτός. Ἡ λ. καὶ ἐν ἐγγράφῳ Πάρου τοῦ 1721.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων ἀράδας, γραμμάς, συνήθως ἐπὶ ὑφάσματος, χάροτ κττ.: Παννὶ - χαρτὶ ἀραδωτὸ Χίος κ.ἀ. Φ’στά’ ἀραδουτὸ Ἤπ. Συνών. ριγωτός, χαρακωμένος (ἰδ. χαρακώνω), ἀντίθ. ἀράδωτος, ἀρρίγωτος, ἀχαράκωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/