ἀλαφροσκυμμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαφροσκυμμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀλαφροσκυμμένος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Πολιτ. μοναξ. 2 141.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀλαφρὰ καὶ τοῦ σκυμμένος μετοχ. τοῦ ρ. σκύφτω.
Σημασιολογία
Ὁ κεκλιμένος ἐλαφρῶς, ὀλίγον : Ἀλαφροσκυμμένο κορμί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA