ἀλαφροσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀλαφροσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀλαφροσύνη ἡ, Α.Ρούμελ. (Φιλιππούπ.) ’λαφροσύνη Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ.’λαφροσύν Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ, ἀλαφρός. Τὸ ’λαφροσύνη καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Ἡ ἔλλειψις πολλοῦ βάρους, ἐλαφρότης Πόντ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. 2) Κουφότης, ἀνοησία, μωρία ἔνθ’ ἀν. : Ἡ σημ. καῖ παρἀ Βλαχ. Πβ. Ἡσύχ. «ἐλαφρία· μωρία».Συνών. ἀλαφράδα, ἀλαφρομυˬαλιˬά, ἀλαφρωμάρα, κουταμάρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/