ἀλεκάτη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλεκάτη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλεκάτη ἡ, ἠληκάτη Ἀντικύθ. Δαρδαν. Κρήτ. ἠλακάτα Καππ. (Ἀραβάν.) ἀλακάτη Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Μεσσ.) Ρόδ. Σύμ. Xίος. κ.ἀ. ἀλακάτ Ἴμβρ. Λέσβ. ἀλακάη Ἀπουλ. (Τσολλῖν.) ἀλεκάτησύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀλεκατ’ Δαρδαν. (Ὀφρύν.) Θρᾴκ. (Καλαμ. Περίστασ.) κ.ἀ. ἀλικάτ’ Θρᾴκ (Αἶν. Μάδυτ.) Κυδων. Λέσβ. Μακεδ. (Πάγγ. Σισάν.) Στερελλ. (Εὐρυταν.) κ.ἀ. ἀλικά’ Λέσβ. (Πλομάρ.) ἀλεκάικη Τσακων. ἀλεκχάθη Καλαβρ. (Κοντοφ.) ἀλεκάη Ἀπούλ. (Τσολλῖν.) ἀληκάτη Ἰκατ. Κῶς Σῦρ. (Ἑρμούπ.) ’λεκάτη Εὔβ. (Κάρυστ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Λευκ. Μεγαρ. κ.ἀ. – Λεξ. Βλαστ. ’λακάτη Ἀθῆν. (παλαιότ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ.ἠληκάτη. Τὀ ἀρκτικὸν α δύναται νὰ ἑρμηνευθῇ ἐξ ἀφομ. πρὸς τὸ ἑπόμενον. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 233. Ἡ τροπὴ εἶναι πολὺ παλαιά, διότι ἤδη παρ’ Ἡσυχ. εὕρηται ὁ τύπ. ἠλεκάτη, πρὸ τῆς ἐμφανίσεως τοῦ ὁποίου συντελέσθη ἡ ἀφομ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Πορτ. Τὸ ’λεκάτη καὶ παρὰ Μεουρσ. Διὰ τὸ θ τοῦ τύπ. ἀλεκχάθη πβ. τὸ παρὰ Δουκ. ἀλεκάθη.
Σημασιολογία
1) Ὄργανον τῆς ταλασιουργίας ἐκ κορμοῦ καλάμου ἢ ἐκ διχαλωτῆς ράβδου, περὶ τὴν ἄκραν τῆς ὁποίας περιτυλίσσεται τὸ πρὸς νῆσιν μαλλίον ἢ τὸ λίνον ἢ ὁ βάμβαξ ἢ ἡ μέταξα κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Μπόβ. Κοντοφ.) Καππ. (Ἀραβάν.) : Τόμου θέλωμε ν’ ἀνέσωμε, παίρνομαι νιˬὰ σκαμίgιˬα, τὴ βαίνομαι ’ς τὴ ’λεκάτη τσ’ ἀνέθομαι, ὅπωςἀνέθομαι τσαὶ τὸ μαλλὶ Μέγαρ. || Φρ. Μὶ παίρ’ς’ς τ’ν ἀλικάτ’ σ’ (μὲ παίρνεις εἰς τὴν ἠλακάτην σου, ἤτοι μὲ σκώπτεις. Πιθανὸν ἐκ τοῦ ὅτι ἐν τῇ ταλασιουργίᾳ αἱ γυναῖκες ματαιοσχολοῦσαι εὑρίσκουν τὴν ἐυκαιρίαν νὰ σκώπτουν. Συνών. φρ. παίρνω ’ς τὸ μεζὲ -’ς τὸ ψιλὸ) Λέσβ. Τοὺν πῆρι ’ς τ’ν ἀλικάτ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κυδων. Μάδυτ. Μ’ ἔ’ ἡ κόσμους κλούτσ’ τσαὶ ἀλικάτ’ (μὲ σκώπτει) Λέσβ. || ᾎσμ. Κάτσε κόλον, κάμ’ ἀδράχτιν, | κάμε ρόκκαν κιˬ ἀλακάτη, νὰ φορῇς καὶ πάντα νά ’χῃς Χίος. Συνών. ἀλεκατέα, ἀλεκάτι 1, ρόκκα. β) Συνεκδ. ἡ ἐπὶ τῆς ἄκρας τῆς ἠλακάτης τολύπη μαλλίου, βάμβακος κττ. Κύθηρ. κ.ἀ. – ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 2 172, 55 : Παροιμ. Νέθε νέθε, ρόκκα νου, | κατέβα ἀλεκάτη μου (ἐπὶ ὀκνηροῦ εἰς ἐργασίας προφασιζομένου ) ΙΒενιζέλ. ἔνθ’ ἀν.Πβ. ἀλεκατισεˬὰ. 2) Ἄτρακτος Πελοπν.Συνών. ἀλεκάτι 2. 3) Θάμνος τις, ἐπὶ τῶν κλάδων τοῦ ὁποίου ὁ μεταξισκώλυξ κατασκευάζει τὸ βομβύκιόν του Χίος.Συνών. ἀλεκάτι 5. ἀλεκάτι τό, Ἄνδρ. Χίος κ.ἀ.ἀλακάτιν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ. ) ’λακάτιν Πόντ. (Κερασ.) λκάτιν Πόντ. (Κερασ.) ’λακάτ’ Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ.) ’λεκάτιν Πόντ. (Κερασ.) Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἠλακάτιον, παρ’ ὃ καὶ ἀλακάτιον.Πβ. Λέοντ. Τακτ. (ἔκδ. Migne 107, 720)«μαγγανικὰ ἀλακάτια».Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. 1) Ἀλεκάτη 1, ὃ ἰδ., Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) Χίος2)Ἄτρακτος Πόντ (Κοτύωρ.) : Τυλίζω τὸ ράμμαν ’ς σὸ ’λακάτ’ Κοτύωρ. Συνών. ἀλεκάτη 2. Πβ. ἀδραχτολέκατο. 3) Μικρὰ σανίς, περὶ τὴν ὁποίαν ὡς περὶ ἠλακάτην περιελίσσουν οἱ ἁλιεῖς τὴν ἐκ τριχῶν οὐρᾶς ἵππου ὁρμιὰν Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) 4) Ὑδραυλικὸν ὄργανον, διὰ τοῦ ὁποίου γίνεται ἡ ἄντλησις τοῦ ὕδατος ἐκ τῶν φρεάτων, μάγγανον Κύπρ. : Φρ. Ἔν’ καλὸς νὰ γυρίζῃ ἀλακάτιν (ἐπὶἵππου ἢ ἡμιόνου ἄνευ ἀξίας.) || ᾎσμ. Σὰν τὴν ψιντρὴν βασιλιτεˬὰν ποῦ ’σαι ’ς τὸν κατεβάτην, χαρῶ την ποῦ σ’ ἐπότιζε νερὸν ’ποὺ τ’ ἀλακάτιν (ψιντρὴ = λεπτή, κατεβάτης = ὀχετός, δι’ οὗ διοχετεύεται τὸ ὕδωρ ἐκ τῆς δεξαμενῆς εἰς τὸ κῆπον) Κύπρ. Ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλακάδκιˬα καὶ ὡς τοπων. Κύπρ. 5) Θάμνος τις χρησιμοποιούμενος ἐν τῇ σηροτροφίᾳ, ἐπὶ τῶν κλάδων τοῦ ὁποίου ὁ μεταξοσκώληξ καταστευάζει τὸ βομβύκιον ἄνδρ. Χίος κ.ἀ.Νὰ φέρῃς ἀλεκάτιˬα ἀπὸ τὸ βουνὸ τσαὶ νὰ τ’ ἀλεκατώσῃς τὰ μαμούνιˬα Ἄνδρ.συνών. ἀλεκάτη 3. β) Πᾶς ἐν γένειἄγριος κλάδος Ἄνδρ. Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA