Ἀλέξω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀλέξω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
Ἀλέξω ἡ, πολλαχ. Ἀλέξου Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
Τὸ κύριον ὄν. Αλέξω θηλ. τοῦ Ἀλέξις.
Σημασιολογία
1) Ὡς κύριον ὄνομα πολλαχ. 2) Ὡς συνθηματικὴ λ. στόμαχος, συνήθως σκωπτικῶς : Μακεδ. (Χαλκιδ.) : Π’νάει ἡ καηˬμέ’ ἡ Ἀλέξου κὶ δὲν ἔ’ νὰ φάῃ!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA