ἀλεοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλεοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀλεοῦσα ἡ, ἀμάρτ.ἀλιοῦσα Αἰτωλ. (Ἀκαρναν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλόη καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –οῦσα.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν κενταύριον τὸ λεπτοανθὲς (centauriontenuiflorum)τῆς τάξεωςτῶν γεντιανωδῶν (gentianaceae), πικρὸν ὡς ἡ ἀλόη (ἰδ. ΘΧελδράιχ 60). [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA