ἀβερνίκωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβερνίκωτος

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβερνίκωτος ἐπίθ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καί τοῦ ρ. βερνικώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἐστιλβωμένος διὰ βερνικίου ἔνθ᾿ ἀν.: Παπούτσιˬα ἀβερνίκωτα πολλαχ. Αὐτὰ τὰ σκάνιˬα τὰ πῆρα ἀβερνίκωτα, γιˬατὶ δὲν εὑρῆκα βερνικᾶδα (σκάνιˬα=καθέκλαι) Παξ. Ἀβερνίκωτη εἰκόνα (εἰκὼν νεωστὶ ζωγραφισθεῖσα καὶ μὴ ἀλειφθεῖσα διὰ βερνικίου διὰ νὰ προσλάβῃ ὁ χρωματισμός της τὴν ἀναγκαίαν στιλπνότητα καὶ ζωηρότητα) Ἄθως. Συνών. ἀλουστράριστος, ἀντὶθ. βερνικᾶδος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/