ἄγγισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγγισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄγγισμα τό, ἔγγισμα ΔΣολωμ. 12 (ἔκδ. 1859) ἔgισμα Κρήτ. ἔγγιγμαν Πόντ. (Κερασ.) ἔντζισμαν Κύπρ. ἄγγισμα πολλαχ. ἄgισμα Κρήτ. ἄgιγμα Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. ᾿γγίμα Ἤπ. ᾿ντίσμαν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγγίζω.

Σημασιολογία

1)Ἐπαφή, πρόσψαυσις πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Μὲ τ᾿ ἄgισμα ἐμάργωσα Κρήτ. || Φρ. Δὲ δέχεται ἄgιγμα (ἐπὶ τοῦ εὐερεθίστου) Ἑρμούπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγιˬάξιμο 1. 2)Προσβολὴ ΔΣολωμ. ἔνθ᾿ ἀν.:Ποίημ. Ἐκειὸ τὸ ἔγγισμα πηγαίνει | βαθεὰ μέσ᾿ ᾿ς τὰ σωθικά. Συνών. ἄγγιασμα 2, πείραγμα. β)Σκῶμμα, εἰρωνεία Πόντ. (Κερασ.) γ)Ζημία Κύπρ.: Τὸ ἔντζισμαν ποῦ μοῦ ᾿καμεν μὲ ἀφάνισεν. 3)Νόσημα σοβαρόν, οἷον ἡ φθίσις κττ. Ἤπ. Κύπρ.: Ψόφησαν τὰ πρόβατα, γιατὶ εἴχανε ᾿γγίμα Ἤπ. Τὸ ᾿ντίσμαν ἔκαμέν σε ν᾿ ἀλ-λάξῃς ὄψιν Κύπρ. Πβ. ἀγγιˬάξιμο 2, ἀγγίξιμο 2. 4)Νόσημα ἐκ προσβολῆς τῶν κακοποιῶν πνευμάτων εἴτε ἐκ δαιμονικῆς ἐπηρείας, οἷα συνήθως θεωροῦνται τὰ νευρικὰ νοσήματα, λ.χ. μανία, παραλυσία, ἐπιληψία κττ. Κύπρ. Χίος κ.ἀ.: Ἔπαθεν ἀπὸ ᾿ντίσμαν Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/