ἄγευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄγευτος ἐπίθ. Κρήτ. Κυκλ. (Θήρ. Νάξ. Σίφν. κ.ἀ.) Παξ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄγευτος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ γευματίσας ἔνθ᾿ ἀν.:Φεύγουν ἄγευτοι Νάξ. Ἠγεύτηκες;- Ὅχι, ἄγευτος εἶμ᾿ ἀκόμα Σίφν. Εἴσαστε ἄγευτοι ἀκόμα; νὰ μὲ συμπαθήσετε γιὰ τὴν πείραξι ποῦ ᾿ρθα τέτο͜ια ὥρα Παξ. Συνών. ἀγεμάτιστος, ἀγέματος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/