ἀγκυλωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκυλωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγκυλωτὸς ἐπίθ. Λεξ. Κομ. ἀgυλωτὸς Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Κρήτ. (Βιάνν.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀγκυλωτός.
Σημασιολογία
1)Κυρτός, γαμψὸς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) – Λεξ. Κομ. 2)Ὁ ἔχων ἀγκύλια, κεντριˬά, ἀκανθωτὸς Θρᾴκ. – Λεξ. Κομ. Μπαστούνι ἀgυλωτὸ Θρᾴκ. β)Ἐπὶ τόπου, ἀκανθώδης Θήρ. Θρᾴκ. – Λεξ. Κομ. 3)Τοιοῦτος ὥστε νὰ ἀγκυλώνῃ, νὰ κεντῇ Κρήτ. (Βιάνν.): Δῶσε μου μιˬὰ τσίbα ποῦ νά ᾿ναι ἀgυλωτὴ (τσίbα=εἶδος λαχάνου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA