ἀγνάντεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγνάντεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀγνάντεμα τό, Ἤπ. Πελοπν. (Μεσσ.) κ.ἀ. ἀγνάντιμα Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀγνάdιμα Θρᾴκ. (Αἶν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγναντεύω.

Σημασιολογία

1)Τὸ νὰ παρατηρῇ τις μακρόθεν καὶ ἀπέναντι ἔνθ᾿ ἀν. 2)Ὁ τόπος ὁπόθεν δύναταί τις νὰ παρατηρῇ μακράν, τόπος περίοπτος:Βγῆκα ᾿ς τ᾿ ἀγνάντεμα κ᾿ εἶδα τὰ πρόβατα Μεσσ. ᾿Κεῖ ᾿ς τ᾿ ἀγνάντιμα τοὺν εἶδα τοὺ δεῖνα π᾿ ρουβόλαϊ κάτου Ἤπ. 3)Συνάντησις Πελοπν. (Μεσσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/