ἀγνωρογεννημένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγνωρογεννημένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγνωρογεννημένος ἐπίθ. ΣΠασαγιάνν. Ἀντίλ. 48.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄγνωρος καὶ τοῦ γεννημένος μετοχ. τοῦ ρ. γεννῶ.
Σημασιολογία
Ὁ ἐξ ἀγνώστων γονέων γεννηθείς: Ποίημ. Βγαίνουν νεράιδες τῆς ἐρ᾿μιˬᾶς γύρο ἀφ᾿ τοὺς καλαμεˬῶνες καὶ πάν καὶ πλέχουν ᾿ς τὰ νερὰ κιˬ ἀφροκοποῦν καὶ παίζουν σὰ νύφες ἀπονύχτερες κιˬ ἀγνωρογεννημένες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA