ἀγοράζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγοράζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγοράζω κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ᾿γοράζω ἐνιαχ. ἀγοράντζω Σίφν. ἀγουράζου βόρ. ἰδιώμ. ἀοράζω Κάρπ. Κύπρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.) Χίος (Ἅγιος Γεώργ.) ἀουράζω Μεγίστ. ἀβοράζω Κύπρ. ᾿βοράζω Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κύπρ. Σύμ. ᾿βοράτζω Ἀπουλ. Σύμ. ἀφοράτζω Ἀπουλ. ᾿κχοράτζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾿γκουράζου Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾿κοράτζ-ζω Καλαβρ. (Κοντοφ.) ᾿κγουράζου Καππ. (Μαλακ.) ἀφεράτζω Ἀπουλ. ἀγοράνου Τσακων. ᾿γοράνω Καππ. (Σίλ.) ἀουράν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀγουρνῶ Μακεδ. (Χαλκιδ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀγοράζω. Ὁ τύπ. ἀγουρνῶ ἐκ τοῦ ἀορ. ἀγόρασα καθὰ γερνῶ ἐκ τοῦ ἐγέρασα.
Σημασιολογία
1)Λαμβάνω τι παρ᾿ ἄλλου προσφέρων τὴν ἀνάλογον ἀξίαν, ὠνοῦμαι κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καλαβρ. (Κοντοφ. Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν. Μαλακ. Σίλ.) Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): ᾿Ὲν τὸ βράζω, γιˬατ᾿ ἔνι ἀκριβὸν Κύπρ. Ἀουράν-νει ἕναν τ᾿ ἄλλουν κὶ κάμνουσιν ζιˬαφέτιν Λιβύσσ. Ὁ τσιούρι ᾿βόρασε ὅλο τὸ ροῦχο (τσιούρι=πατήρ). Οἱ παππᾶδες δὲν ᾿γοράζου ζυμωτὸ (δηλοῦται οὕτω ὅτι οἱ ἱερεῖς σιτοῦνται ἐκ τῶν προσφορῶν τῶν Χριστιανῶν) Σέριφ. Μήτε τὸ ᾿χτιμῶ νὰ τὸ πουλήσω μήτε τὸ ᾿χτιμῶ νὰ τ᾿ ἀγοράσω Σέριφ. ᾿Γὼ ψωμὶ ἀγοράντζω (δηλονότι δὲν συνάγω ἐκ τῶν ἀγρῶν μου τὸν ἀναγκαῖον σῖτον δι᾿ ὅλον τὸ ἔτος) Σίφν. Ὅπο͜ιος δὲν ἔχει ᾿έρω νὰ πάῃ ν᾿ ἀοράσῃ (ὅτι ὁ γέρων εἶναι πολύτιμος σύμβουλος ἐν τῷ οἴκῳ) Ἀπύρανθ. Τὴν ἄνοιξι θέω νὰ ἀοράσω ἕνα μουάρι γιˬὰ νὰ κουβαλήσω τ᾿ ἀσμυρίγλι Βόθρ. Ἐβοράσαμέν τα ᾿θ-θήμισα (τὰ ἠγοράσαμεν ἐξ ἡμισείας) Σύμ. Μιˬὰ ζύη καρτσοβελόνες ἐόρασα, μὰ εἶναι σημαντικὲς ὅμως (μιˬὰ ζύη=πέντε) Ἀπύρανθ. || Φρ. Σὲ πουλῶ καὶ σ᾿ ἀγοράζω (περὶ ἀνθρώπου εὐφυοῦς, οἱονεὶ ἱκανοῦ νὰ μεταχειρίζεται ἄλλους ὡς κτήματά του) κοιν. Πουλᾷ τους καὶ ᾿βοράζει τους (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σύμ. Ἀγοράζει καβάλλα (ἐπὶ τῶν ἀγοραζόντων ἀνεξετάστως καὶ συνήθως ἀπατωμένων) πολλαχ. Ἀγοράζει μπόλιˬες (νυστάζει. Συνών. φρ. κουτουλάει ἀπὸ τὴ νύστα) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ἐμεῖς κουβεντιˬάζομε τιˬ ἄλλος ἀγοράζει μπόλιˬες πέρα τεῖθε Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) Ἐγὼ τὸν ἔχω ἀγορασμένον αὐτὸν (συνών. φρ. τὸν ξέρω τί πρᾶμα εἶναι) Ἤπ. Ἀγόρασα τὴν ἀρρώστιˬα (ὅταν τις ἀσθενήσῃ ἐκτεθεὶς ἄνευ ἀνάγκης εἰς προφανεῖς κινδύνους. Συνών. φρ. τὴν ἄρπαξα) Κεφαλλ. Ἀγουράζου τσ᾿ μέρις (κερδίζω τὴν ζωὴν διὰ πληρωμῆς ὑπερόγκων φόρων) Μακεδ. Ὅπο͜ιους δὲν τοὺν ξέρ᾿ αὐτὸν, ἀκριβὰ τοὺν ἀγουράζ᾿ (περὶ ἐκείνου, τὸν ὁποῖον εὑρίσκει τις ἀνάξιον τῶν προσδοκιῶν του) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἀγοράζω γνώμη (συμβουλεύομαι) Ἤπ. || Παροιμ. Ὁ καιρὸς πουλεῖ τὰ ξύλα κιˬ ὁ χειμῶνας τ᾿ ἀγοράζει (ὅτι πρέπει ἕκαστος νὰ κάμῃ τὰς προμηθείας του ἐγκαίρως, διότι ἄλλως θὰ τὰς ἀκριβοπληρώσῃ) πολλαχ. Ἐπουλήσαμεν τ᾿ ἀμπέλι μας κ᾿ ἐβοράσαμεν πατητήρι (ἐπὶ μωρᾶς πράξεως) Σύμ. κυλλία ἀγοράζ᾿ καὶ καττούδ πουλεῖ (ἐπὶ ἀέργου ἢ μηδὲν ἐπάγγελμα ἔχοντος) Χαλδ. Ἐσέν᾿ μουλάρ᾿ πουλῶ σε, ἂς κλαίῃ ποῦ θ᾿ ἀγοράῃ σε (ἐπὶ πονηροῦ πωλητοῦ ἐξαπατῶντος τὸν ἀγοράζοντα) Πόντ. (Σάντ.) Πβ. ψωνίζω. Μεταφ. ἀκούω μετὰ προσοχῆς, ἀποδέχομαι ὡς ἀληθῆ κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.):Ἅμον ντ᾿ ἐγόρασα πουλῶ σ᾿ ἀτο (ὅπως τὸ ἤκουσα, σοῦ τὸ λέγω) Πόντ. Ἀτὰ ἐγὼ ᾿κ᾿ γοράζ᾿ ἀτα (δὲν τὰ ἀκούω, δέν τά δέχομαι ὡς ἀληθῆ ἢ ὡς ὀρθά. Τὸ ᾿κ᾿ γοράζω ἐκ τοῦ ᾿κὶ ἀγοράζω) Τραπ. Ἐγὼ ἀγοράζω τώρᾳ (ἀκούω μόνον χωρὶς νὰ ὁμιλῶ) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Αὐτὸς λίγα πουλάει καὶ πολλὰ ἀγοράζει (ὀλίγα λέγει καὶ πολλὰ ἀκούει) Πελοπν. || Παροιμ.: Νὰ γουράῃζ κὶ νὰ μὴν π᾿λιˬῇς (ἄκουε καὶ μὴ λέγε) Ἤπ. Ἀγοράζει, δὲν πουλεῖ (ἐπὶ τῶν σιωπηλῶν καὶ ἀκουόντων μετὰ προσοχῆς τοὺς λόγους ἄλλων, τοὺς δὲ ἰδίους στοχασμοὺς μὴ ἀποκαλυπτόντων) ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,266. β)Βολιδοσκοπῶ, μετὰ πνηρίας ἀκούω, ζητῶ νὰ μάθω τὰς μυχίας σκέψεις τινὸς Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Μακεδ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. – ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,386 (ἔκδ. Μαρασλῆ):Ἀγοράζω λόγιˬα Κεφαλλ. Ἀγουράζ᾿ δὲν π᾿λάει Αἰτωλ. Δὲν π᾿λῶ, ἀγουράζου Αἶν. Ἦρθι γιˬὰ νὰ μ᾿ ἀγουράσ᾿, μὰ δὲ μπόρισι νὰ πάρ᾿ τίπουτα Αἰτωλ. || Ποίημ. Μὴ μᾶς προδίνῃ, Φωτεινέ; - Δὲν τοῦ πουλῶ, ᾿γοράζω (συνών. φρ. δὲν μοῦ παίρνει λόγιˬα, ἐγὼ τοῦ παίρνω) ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾿ ἀν. 2)Φθείρω χρήμασιν, ἐξαγοράζω τὴν συνείδησιν ἢ τὰ φρονήματά τινος, δεκάζω κοιν.: Οἱ ἀγορασμένοι (οἱ ἐξεωνημένοι τὰ πολιτικὰ φρονήματα). Αὐτὸς δὲν ἀγοράζεται (δὲν μεταβάλλει τὰ φρονήματά του χάριν χρημάτων).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA