ἀγραντολόγιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγραντολόγιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγραντολόγιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀγραdολόγιστος Ἄνδρ. ἀγραντολόιστος Κίμωλ. Μεγίστ. ἀβροdολόιστος Ἄνδρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ *γραντολογιστὸς< γραντολογῶ.

Σημασιολογία

1)Ἐπὶ ἱστίου, ὁ μὴ περιερραμμένος μὲ γραντί, ἤτοι σχοινίον, ἵνα μὴ σχίζεσαι ἔνθ᾿ ἀν.: Ἀγραντολόιστο παννὶ Κίμωλ. 2)Μεταφ. ὁ ἀπειρόκαλος τὴν περιβολήν, ὁ ἀκανόνιστος τὴν σωματικὴν διάπλασιν Κίμωλ. β)Ἀγροῖκος, σκαιὸς τοὺς τρόπους Ἄνδρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/