ἀγωγὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγωγὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀγωγὴ ἡ, λογ. κοιν.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀγωγή.

Σημασιολογία

Ἡ ἐξάσκησις νομίμου δικαιώματος πρὸς ἐπιδίωξιν διὰ τῆς δικαιοσύνης τῶν ὀφειλομένων ἢ ἐπανόρθωσιν ἐπενεχθέντος ἀδικήματος, συνήθως μετὰ τῶν ρ. κάνω καὶ κινῶ: Τοῦ ἔκαμα ἀγωγὴ διὰ νὰ τοῦ πάρω τὰ χρεωστούμενα. Ἄν δὲ σοῦ τὰ δώσῃ τὰ χρήματα, νὰ τοῦ κινήσῃς ἀγωγή.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/