ἀδικοπλουτῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀδικοπλουτῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀδικοπλουτῶ ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 34 ἀδικοπλουτίζω Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἄδικα καὶ. τοῦ ρ. πλουτῶ, παρ’ ὃ καὶ πλουτίζω.
Σημασιολογία
Ἐξ ἀδικιῶν γίνομαι πλούσιος ἔνθ’ ἀν.: Ἅρπαξε ὁ Θιˬοφάνης ἀποδῶ ἀποκεῖ, ἀδικοπλούτησε ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA