ἀζουχλάεμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀζουχλάεμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀζουχλάεμαν τό, Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀζουχλαεύω.
Σημασιολογία
Ὁ ἐφοδιασμὸς διὰ μακρὰν ὁδόν, ταξίδιον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA