ἀηδιάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀηδιάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀηδιάζω λόγ. σύνηθ. ἀηδιˬάζω Κῶς

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀηδία.

Σημασιολογία

Αἰσθάνομαι σικχαμόν, ἀηδίαν, ἀποστρέφομαι ἔνθ’ ἀν.: Ἀηδιάζω νὰ σ᾽ ἀκούω-νὰ σὲ βλέπω. ᾿Αηδίασα τὸ κρέας-τὸ ψάρι κττ. σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/