αἱμάτακας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αἱμάτακας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
*αἰμάτακας ὁ, ἀμάρτ. ’μάτακας Χάλκ. ’μάτ-τακας Κῶς Μεγίστ. ’μάντακας Θρᾴκ. (Αἶν.) ’Ικαρ. ’μάdακας Κρήτ. Νάξ. (Βόθρ. Ἐγκαρ. Φιλότ. κ.ἀ.) ’μάντικας Χίος
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. αἱματᾶς καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ακας.
Σημασιολογία
1) Κρότων, κυνορραίστης προσβάλλων ἰδίᾳ τὰ βοσκήματα Θρᾴκ. (Αἶν.) ’Ικαρ. Κρήτ. Κῶς Νάξ. (Βόθρ. Φιλότ.) Χάλκ. Χίος: Φρ. Ἔ, ποῦ νὰ σὲ φά’ ὁ 'μάντακας! (ἀρὰ) Ἰκαρ. || ᾌσμ. Σὰν ’μάτ-τακας ἐμπήγεσαι νὰ γαιματοβυζάσῃς, μὰ θὰ φουσκώσῃς γλήορες καὶ ξαφνικὰ θὰ σκάσῃς Κῶς Νὰ τρίβγεσαι, νὰ ξύνεσαι, νὰ πέφτουν οἱ ’ματ-τάκοι αὐτόθ. Συνών. κοπρομάτακας, ξερομάτακας, πνιγάρις, πνιγομάτακας, τσιμπούρι, χοιρομάτακας. β) Εἶδος μύρμηκος Νάξ. (᾿Εγκαρ.) 2) Μεταφ. ὁ κοντοῦ ἀναστήματος Νὰξ. Εὐτὀ τὸ παιδὶ εἶναι μάdακας. 3) Ἐπὶ ἀνθρώπου, δυσκίνητος, βραδύς, νωθρὸς, ἄχρηστος Μεγίστ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Μάdακας Κρήτ. Μάντικας Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA