αἰριˬαρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

αἰριˬαρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

*αἰριˬαρίζω, νειριˬαρίζου Ἤπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. αἰριάρις.

Σημασιολογία

Κοσκινίζω μὲ τὸν αἰριάρι, χωρίζω τὴν αἶραν ἀπὸ τοῦ σίτου διὰ τοῦ καταλλήλου κοσκίνου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/