ἀκατάκριτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκατάκριτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκατάκριτος ἐπίθ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀκατάκριτος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ κατακριθείς, ὁ μὴ κατηγορηθείς, ἀνεπίληπτος, ἄψογος ἔνθ᾽ ἀν.: ᾿Ακατάκριτο τὸ ’φῆκαν ἐτοῦτο καλὰ καλά, ἀφοῦ τοῦ ἤπιˬανε κατάκρισι μεγάλη (ἤπιˬανε = ἥρμοζε) ᾿Απύρανθ. Κορίτσι ἀκατάκριτο ἀγν. τόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA