ἀλαλάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλαλάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀλαλάζω Ἤπ. Πελοπν. (Λακων.) ’λαλάζω Ἰων. (Κρήν.) Κύθν. Χίος κ.ἀ. ’λαλάσσω Χίος
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀλαλάζω.
Σημασιολογία
1)Φωνάζω, συνήθως ἐν τῇ ὡς φρ. χρησιμοποιουμένῃ γραφικῇ ρήσει «ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ» Ἤπ., «ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ» Λακων., ἥτις ἐλήφθη ἐκ τῆς Π.Δ. (Ψαλμ. 99,1) καὶ λέγεται ἐπὶ μεγάλου θορύβου καὶ ταραχῆς ἕνεκα χαρᾶς ἢ δυστυχήματος: Γί’κι τοὺ ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ! Ἤπ. 2)Χαίρω καθ’ ὑπερβολήν, σκιρτῶ ἐκ χαρᾶς Ἰων. (Κρήν.) Κύθν.: Ὅταν σὲ δῶ, ’λαλάζω Κρήν. Λάλαξεν ἡ καρδιˬά μου Κύθν. Συνών. λαχταρῶ. 3)Κινοῦμαι, σείομαι (ἐκ μεταφ. τῶν βιαίων κινήσεων τοῦ ὑπερβολικῶς χαίροντος) Χίος: Φύλλο δὲ ’λαλάζει ἢ φύλλο δὲ ’λαλάσσει (ἐπὶ ἄκρας νηνεμίας).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA