ἀλ-λογκομ-μάιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλ-λογκομ-μάιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀλ-λογκομ-μάιν ἐπίρρ. Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἀορίστου ἀντων. ἄλλος καὶ τοῦ οὐσ. κομμάτι.
Σημασιολογία
1)Πρὸ μικροῦ, πρὸ ὀλίγου: Ἀλ-λογκομ-μάιν ἔφυε. 2)Παρὰ μικρόν, παρ᾿ ὀλίγον: Ἀλ- λογκομ-μάιν νὰ πετάξῃς κάτω (πετάξῃς=πέσῃς) . 3)Μικρὸν ἔτι, ὀλίγον ἀκόμη: Ἀλ-λογκομ-μάιν θέλουν ν᾿ ἀνηβοῦν τὰ ψωμιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA