ἀλογοφόρτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀλογοφόρτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀλογοφόρτι τό, ἀλογοφόρτιν Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀλεγοφόρτιν Πόντ. (Κερασ.)ἀλογοφόρτι πολλαχ. καὶ Πόντ. (Οἰν.)ἀλογοφόρτ᾿Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)ἀλουγουφόρτ᾿Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἄλογο καὶ φορτὶ.
Σημασιολογία
Φορτίον ἵππου ἔνθ᾿ἀν.: Ἕναν ἀλογοφόρτιν ξύλα Οἰν. Ἕνα ἀλογοφόρτ᾿ἀπίδ (ἀπίδια)Ὄφ. Συνών. ἀλογεˬὰ 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA