ἄλουστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄλουστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄλουστος ἐπίθ. ἄλουτος Κύπρ. Πόντ. ἄλουστος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.)ἄλουστους Λυκ. (Λιβύσσ.)ἄλ᾿ στους βόρ. ἰδιώμ. ἀνάλουστος Κρήτ. κ.ἀ. ἀνάλουστους Θεσσ. ἀνέλ᾿ στους Στερελλ. (Αἰτωλ.)ἄλουγος Πελοπν. (Αἴγ. κ.ἀ.)Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)ἀνάλουγος Πελοπν. (Κόρινθ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἄλουστος. Τὸ ἄλουτος καὶ ἀρχ. Τὸ ἀνάλουγος καὶ μεσν. Πβ. Γεωργηλ. Θανατ. Ρόδ. στ. 390 (ἔκδ. Wagner σ. 44)«ἄπλυτος καὶ ἀνάλουστος, κακὰ κυβερνημένος».

Σημασιολογία

Ὁ μὴ λουσθεὶς ἔνθ᾿ἀν.:Εἶμαι ἄλουστος. Ἔχω ἄλουστο τὸ κεφάλι μου κοιν. Ἔχει ἕναν χρόνον ποῦ εἶναι ἄλουτος Κύπρ. Ἄλουστον ἔν᾿ τὸ μωρὸν Τραπ. Εἶμι ἀνέλ᾿στους ἀκόμα Αἰτωλ. || Παροιμ. Ηὗραν οἱ ἄπλυτοι νερὸν κ᾿ οἱ ἄλουστοι σαπούνιˬα κ᾿ ηὗραν κ᾿ οἱ ἀξυπόλυτοι παπούτσια μὲ τοὶς μύτες Λιβύσσ. || ᾎσμ. ᾿Σ τὸ ᾿ρημιασμένον τὸ ψηφίν θὰ πά᾿νὰ χτίσω κιούμπιˬα γιˬὰ νὰ ξεστρέψω τὸ νερὸ ᾿μπρὸς ᾿ς τὴν ἁγιˬὰ-Μαρῖνα γιˬὰ νὰ λουστοῦν οἱ ἄλουστες, νὰ πιˬοῦν οἱ διψασμένες Μεγίστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/