ἀμάνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμάνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀμάνιστος ἐπίθ. Πόντ.(Τραπ.)— Λεξ. Κομ. Λάουνδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μανιστὸς < μανίζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ καταληφθεὶς ὑπό λύπης Πόντ. (Τραπ.)2)Ὁ μὴ καταληφθείς ὕπὸ ὀργῆς, ἀόργητος Λεξ. Κομ. Λάουνδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA