ἁμαρτία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁμαρτία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁμαρτία ἡ, κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. κ. ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἁμαρτι̮ά Στερελλ. ἁμάρτι̮α Καππ. (Σίλ. Σίλατ.) ἁμαρτίγι̮α Πόντ. (Κερασ.) ἁμαρκία Τσακων. ἁμαρμία Ἀπουλ. (Μαρτ.) ἁρματία Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἁμαρτία διὰ τῆς ἐκκλησίας εἰσελθὸν εἰς τὴν δημώση γλῶσσαν.

Σημασιολογία

1) Ἁμάρτημα, ὃ ἰδ., κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτ. κ. ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Σίλ. Σίλατ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) Τσακων.: Νὰ μὴ φάς τὴ Σαρακοστὴ κρέας, εἶναι ἁμαρτία. Μὴν τὰ λές αὐτὰ - μὴν τὰκάμῃς αὐτά,εἶναι ἁμαρτία. Αὐτὸ ποῦ ἔκαμες εἶναι μεγάλη ἁμαρτία. Ἐξομολογοῦμαι – λέγω τὴν ἁμαρτία μου. Ἔχω πολλὲς ἁμαρτίες. Νὰ σᾶς πῶ τὴν ἁμαρτία μου, κ’ ἐγὼ τό ᾿παθα αὐτὸ (δὲν ἀποκρύπτω ὅτι καὶ ἐγὼ ὑπέπεσον εἰς τὸ αὐτὸ ἁμάρτημα) κοιν. Ἔποίκεν ἕναν τρανὸν ἁμαρτίαν Τραπ. Χαλδ. Κάν-νω ἁμαρτία Ἁπουλ. Ἁμαρκία ἔγι νὰ τσ̑ούνερε χωρὶς νὰ δουλέμψερε (εἶναι ἁμαρτία νὰ τρώγῃς χωρὶς νὰ ἐργάζεσαι) Τσακων. Ἐξ ἁμαρτιπων ὑποφέρει Κερας. || Φρ. Πλερώνω ξένες ἁμαρτίες ( ὑποφέρω διὰ σφάλματα ἄλλων). Ξεπλερώνω παλα͜ιὲς ἁμαρτίες (ὑποφέρω τώρᾳ διὰ σφάλματα παλαιὰ). Παλα͜ιὰ ἁμαρτία ἢ παλα͜ιὲς ἁμαρτίες (ὅταν ὑποφέρῃ τις ἐκ προγενεστέρων αἰτιῶν). Αὐτὰ εἶναι πληρώματα παλα͜ιᾶς ἁμαρτίας. Ὅσες ἁμαρτίες ἔχω, τοὶς ἐπλήρωσα ς᾿αὐτὸν τὸν κόσμο (ἐταλαιπωρήθην, ἐβασανίσθην πολύ). Παίρνω τοὶς ἁμαρτίες σου ἀπάνω μου ἢ παίρνω ἐγὼ τὴν ἁμαρτία (ἀναλαμβάνω ἐγὼ τὴν εὐθύνην τῆς παρανόμου πράξεώς σου). Γι̮ὰ τοὶς ἁμαρτίες μου βρέθηκε - ἦρθε - παρουσι̮άστηκε κττ. (δηλ. Διὰ νὰ ὑποφέρω ἐγὼ εὑρέθη κτλ.) Τὸν ηὖρ’ ἡ ἁμαρτία (ἐτιμωρήθη). Τὸν σιχαίνομαι σὰν τοὶς ἁμαρτίες μου (ἐπὶ προσώπου ἀπεχθοῦς. Συνών. φρ. τὸν σιχαίνομαι σὰν τὰ κρίματα μου). Εἶναι ἁμαρτία ἀπὸ τὸ Θεό!) σύνηθ. Ἁμαρτίες Κολοκοτρωναίικες (συμφοραὶ μεγάλαι καὶ συχναὶ. Ἡ φρ. ἐκ τῆς δεινῆς συμφορᾶς τῆς οἰκογενείας τοῦ Κολοκοτρώνη τὸ 1770. Πβ. Ραμπαγ. 5 <1882> ἀριθμ. 421 – 425 καὶ Δελτ. Ἱστορ. Ἐθνολ. Ἐταιρ. 6<1901> 236). Νὰ τὸν ἐφώτιζαν οἱ ἁμαρτίες του! (ἐνν. νὰ διαπράξῃ τὸ κακὸ καὶ νὰ τιμωρηθῇ) Κεφαλλ. Πελοπν. (Δημητσάν.) Τοὶς ἁμαρτίις τ᾿π᾿λει̑ (ἐπὶ πωλοῦντος εἰς ὑπέρογκον τιμὴν) Θρᾴ (Αἶν.) Τ᾿ς ἁμαρτίες του δὲ δίνει (ἐπὶ λίαν φιλαργύρου) Βιθυν. Σ’ ἔπι̮ασαν οἱ ἁμαρτίες (θὰ τιμωρηθῇς διὰ τὰς ἁμαρτίας) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Τὸν παιδεύει ἡ ἁμαρτία αὐτόθ. Ἁμαρτία ξιμολογία (ὁμολογῶ ὅτι ἥμαρτον) Οἰν. Ἡ ἀμαρτία βοΐζει (ὁ διαπράττων ἔγκλημα ταχέως ἁποκαλύπτεται) Κεφαλλ. Ἄν λέγω ψέμματα,τ᾿ ἁμαρτίας – ι – σ᾿ νὰ ἔχω! Κερασ. Τὴν ἁμαρτία ἀτου σύρει (ὑποφέρει διὰ τὰς ἁμαρτίας αὑτοῦ) αὐτόθ. Ἀσ᾿σ᾿ ἁμαρτίας ᾿ὰ πατεύ᾿ (διὰ τὰς ἁμαρτίας αὑτοῦ θὰ καταποντισθῇ) Κοτύωρ. || Γνωμ. Ἀσθενὴς καὶ ὁδοιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει (ἐπιτρέπεται νὰ καταλύσουν τῆς προμηθείας τροφίμων, ὁ δὲ ἀσθενὴς χάριν τῆς θεραπείας τῆς νόσου. Πβ. Νπολίτ. Παροιμ. 2,144). Ἁμαρτίαι γονέων παιδύεουσι τέκνα (τὰ τέκνα τιμωροῦνται διὰ τὰ ἁμαρτήματα τῶν γονέων. Πβ. Νπολίτ. Παροιμ. 2,137κἑξ.) λόγ. Κοιν. Ἁμαρτία ἐξωμολογημένη, ἁμαρτία συχωρεμένη (ὁ ἀναγνωρίζων τὸ ἑαυτοῦ σφάλμα εἶναι ὁρθὸν νὰ τυγχάῃ συγγνώμης). Ἁμαρτία ξωμολοημένη ἁμαρτία δὲν λογᾶται (συνών. τῷ προηγουμένῷ) πολλαχ. Ἁμαρτία ἐξωμολογημένη μισοσυχωρεμένη ἢ ἑφτὰ φορὲς συχωρεμένη (συνών. τῷ προηγουμένῷ) Λεξ. Περίδ. Ἡ αμαρτία γεννᾷ θάνατο (πβ. Κ.Δ. <ἐπιστ. Ἰακ. 1,15> «ἡ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκυεῖ θάνατον) Πελοπν. || ᾎσμ. Δὲν εἶναι κρι̑μα κι̮ ¨αμαρτι̮ά, παραξινι̮ὰ μιγάλη, νὰ πιρπατῇ οὑ ζουντανὸς μὶ τοὺς ἀπουθαμένους; Στερελλ. Συνών. ἁμάρτημα, ἁμαρτοσύνη, ἁμαρτωλία, κρῖμα. β) Ἀτυχής, κακὴ σύμπτωσις σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.): Τί ἁμαρτία! σύνηθ. Ἁμαρτία, βλέπεις (ἐνν. ὑπῆρξε καὶ δὲν συνέβη τὸ δεῖνα) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) || Παροιμ. Ἁμαρτίες ποῦ ᾿χεις, ἄντρα, κάθε βράδυ ν’ ἀρρωστᾷς.! (ἐπὶ τοῦ κωλυομένου νὰ δράςῃ ἐν τῷ ὡρισμένῳ καιρῷ. Ὑποδηλοῦται ἀδυναμία τοῦ συζύγου νὰ ἐκτελέσῃ τὰ συζυγικὰ καθήκοντα) Ζάκ. Συνών. κρῖμα. γ) κακὴ διάθεσης τῆς ψυχῆς, άθυμία Πελοπν. (Δημητσάν.): Εἶμαι μὲ τοὶς ἁμαρτίες μου. δ) Ψυχικὴ στενοχωρία σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. κ. ἀ.): Δὲν ἐτελείωσαν ἀκόμη οἱ ἁμαρτίες μου. Σώθηκαν οἱ ἁμαρτίες μου. Ἐσώθησαν οἱ ἁμαρτίες του (ἀπέθανε) πολλαχ. Ἔ’ ἀκόμη ἁμαρτίες (θἀ ὑποστῇ πολλὰ εἰς τὸ μέλλον) Μακεδ. (Καταφύγ.) Ἔσῶθαν τ’ ἁμαρτίας ἀτ’ Πόντ. (Τραπ.) Συνών. βάσανα (ἰδ. βάσανο). 2) Σαρκικὴ μεῖξις, συνουσία, εὐφημητικῶς Καππ. (Σίλ. Σίλατ.) Πελοπν. (Λάστ.) Στερελλ. (αἰτωλ.) κ. ἀ. : Φρ. Πιδὶ μὶ δίχους ἁμαρτία (τὸ ἐκ τοῦ βαπτίσματος πνευματικὸν τέκνον, διότι δὲν εἶναι καρπὸς γάμου) Αἰτωλ. || ᾎσμ. Δόξα σ᾿ καὶ Θεὸς πάντα, ἁμάρτι̮α δὲν ‘ποίκα Σίλ. Σίλατ. Ἡ σημ. αὕτη καὶ παρὰ Δεφαν. Ἱστορ. Σωσάνν. 124.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/