ἀμήγυρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμήγυρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀμήγυρος ὁ, Α.Ρουμελ. (Μεσημβρ.)ἀμήγυρους Εὔβ. (Αἰδηψ.)Θεσσ. (Ζαγορ.)Κυδων. Λέσβ. Μακεδ. (Βελβ.)Σκόπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ πλεοναστικοῦ στερητ. ἀ- καὶ τῆς φρ. νὰ μὴ γυρίσῃ. Πβ. ἀ- στερητ. 2 β. Τὸ στερητ. ἀ- καὶ διὰ τὰ συνών. ἀγύριστος κτλ. Πβ. PKretschmer Lesb. Dial. 352.
Σημασιολογία
Τόπος, ὅθεν οὐδεὶς ἐπιστρέφει, ὁ ᾋδης: ᾿Σ τοὺν ἀμήγυρου νὰ πάς! (= νὰ ἀποθάνῃς! Ἀρὰ)Αἰδηψ. Ἄιdι ᾿ς τοὺν πατέρα σου τοὺν ἀμήγυρου! Σκόπ. Συνών. ἀγύριστος Α 6 β, ἀδιˬάγερτος 2, ἀμεταγύριστος 2, ἀμεταδιˬάγερτος. Πβ ἄγειρτος 2, μηγύριˬα, μηγυρίδιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA