ἀμόν͜οιαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμόν͜οιαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄμόν͜οιαστος ἐπίθ. κοιν. ἀμόν͜οιαστους βόρ. ίδιώμ. ἀμόν͜οιαστε Τσακων. ἀμόν͜οιαγος πολλαχ. άμόν͜οιαγους Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *μον͜οιαστὸς < μον͜οιάζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ óμονοῶν μετ᾿ἄλλου, φιλόνικος, ἀσυμβίβαστος ἔνθ᾿ἀν. : Ἄνθρωποι ἀμόν͜οιαστοι. Παιδιὰ ἀμόν͜οιαστα, ποτέ τους δὲ μον͜οιάζουν, ὅλο τρώγονται ! σύνηθ. Ἀντίθ. μον͜οιασμένος (ἰδ. μον͜οιάζω).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA