ἀμύλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀμύλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀμύλι τό,΄μὐλ-λι Κάρπ. ΄μύλ΄ Πόντ (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀμύλιον. Περὶ τῆς λ. ίδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5(1918/20)128 κἑξ.
Σημασιολογία
1)Ἄλευρον ἀναμειγνυόμενον συνήθως εἰς τὸ ἐκ κράμβης παρασκευαζόμενον φαγητόν. Συνών. *ἀμυλάλευρο. 2)Λεπτοτάτη ἀμμώδης γῆ Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA