ἀμφιβάλλω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀμφιβάλλω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀμφιβάλλω λόγ. σύνηθ. ἀφιβάλλω Πελοπν.(Λακων.)ἀμφιβάνω Πελοπν.(Λακων.)ἀμφιβάνου Στερελλ.(Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀμφιβάλλω.

Σημασιολογία

1)Ἐκφράζω άμφιβολίας περὶ τινος, διστάζω νὰ πιστεύω τι λόγ. σύνηθ.: Ἀμφιβάλλω γι̮’ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα. Δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι θὰ μοῦ κάμῃς αὐτὴ τὴ χάρι. 2)Ἀναφέρω, μνημονεύω Θεσσ. (Ἅγιος Γεώργ. Μαγνησ.) : ᾎσμ. ‘Σ τὴ δόξα καὶ ‘ς τὴ δύναμι θέλουν νὰ σ’ ἀμφιβάλλουν σὰν τοὺ θιρι̮ὸ ποῦ σκότουσις, τοὺν δράκουν τοὺν μιγάλουν. Πβ. ἀθιβάλλω, ἀθιβολεύω. (ΙΙ)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/